- έγια
- παρακελευσματικό επιφώνημα συνήθως στη φράση «έγια μόλα, έγια λέσα», στη διάρκεια ρυθμικής κωπηλασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. eϊa < αρχ. ελλ. εία, + ιταλ. molla, προστακτική τού mollare «χαλαρώνω (το σχοινί)»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έγια! — επιφ. προτρεπτικό, εμπρός, άιντε (λέγεται όταν εργάτες ομαδικά ανυψώνουν βάρη ή ναύτες κωπηλατούν ρυθμικά): Έγια μόλα, έγια λέσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόλα — (I) (ναυτ. πρόσταγμα) άφησε, λύσε (α. «έγια μόλα» β. «μόλα μπάντου» γ. «τίρα μόλα» δ. «μόλα κάβο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. molla, προστ. τού mollare «αφήνω, χαλαρώνω»]. (II) η ζωολ. γένος τετραοδοντοειδών οστεϊχθύων τής οικογένειας molidae. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek